- κοινοπραγία
- κοινοπραξία η1) совместные действия, совместное участие; соучастие; экономическое сотрудничество; 2) юр. одновременное существование у многих лиц какого-л. вещественного права
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινοπραγία — κοινοπραγίᾱ , κοινοπραγία common enterprise fem nom/voc/acc dual κοινοπραγίᾱ , κοινοπραγία common enterprise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοπραγίᾳ — κοινοπραγίαι , κοινοπραγία common enterprise fem nom/voc pl κοινοπραγίᾱͅ , κοινοπραγία common enterprise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοπραγία — η (Α κοινοπραγία) [κοινοπραγώ] σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία αρχ. συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.) … Dictionary of Greek
κοινοπραγίας — κοινοπραγίᾱς , κοινοπραγία common enterprise fem acc pl κοινοπραγίᾱς , κοινοπραγία common enterprise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοπραγίαν — κοινοπραγίᾱν , κοινοπραγία common enterprise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ՀԱՍԱՐԱԿԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0051 Chronological Sequence: 6c գ. κοινοπραγία cooperatio. Միաբան գործելն. գործակցութիւն. *Հոտոտելիք յերկուս ըռնգունս բաժանեալ՝ սպասեն հոտոցն՝ հասարակագործութեամբ. Փիլ. լին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κοινοπραξία — κοινοπραξία, η και κοινοπραγία, η συνεργασία, σύμπραξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)